- ὄμπνιον
- ὄμπνιοςofmasc acc sgὄμπνιοςofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
όμπνιος — ὄμπνιος, α, ον (Α) [όμπνη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σίτο, ο προερχόμενος από σίτο (α. «Δηοῡς ἀνεῑναι μήποτ ὄμπνιον στάχυν», Λυκόφρ. β. «ὄμπνιον ἔργον» γεωργική εργασία, γεωργία, Καλλίμ.) 2. θρεπτικός 3. αυτός που έχει ανατραφεί καλά … Dictionary of Greek
TITANES — filii feruntur Titani fratris Saturni, de quo supra. Aliis videntur sici dicti ἀπὸ τῆς τίσεως, id est, ab ultione; aliquibus ἀπο τȏυ τιταίνειν, quod est trahere, vel extendere. Diodorus omnes communi nomine a Titea matre vult appellatos, quae… … Hofmann J. Lexicon universale